- λογοθεώρητος
- λογοθεώρητος, -ον (Α)(για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -θεώρητος (< θεωρῶ), πρβλ. δυσ-θεώρητος].
Dictionary of Greek. 2013.